ΚΑΝΕΝΑΣ ΜΟΝΟΣ ΤΟΥ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ, Η ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΟΠΛΟ ΜΑΣ
Από το Σεπτέμβριο του 2009, με πρόσχημα την εξάρθρωση της οργάνωσης ΣΠΦ, ξεκίνησε από το κράτος μια αντιεξεγερτική εκστρατεία, η οποία συνεχίζεται διαφοροποιημένη ως και σήμερα και μεταφράστηκε σε πλήθος διώξεων εναντίον αναρχικών. Συνελήφθησαν μέλη της οργάνωσης και πολλοί/ες άλλοι/ες αναρχικοί/ες σύντροφοι και συντρόφισσες, οι οποίοι/ες κατηγορήθηκαν ως μέλη της χωρίς να είναι.
Όλες αυτές οι επιχειρήσεις αποτελούσαν κομμάτια της προσπάθειας των διωκτικών μηχανισμών (αντιτρομοκρατικής και ειδικών ανακριτών-εισαγγελέων) να θέσουν υπό αιχμαλωσία και δικαστική ομηρία κομμάτια του α/α χώρου, με σκοπό την απενεργοποίησή τους. Οι αρχές χρησιμοποίησαν αμφισβητήσιμες τακτικές ενοχοποίησης όπως ανεύρεση DNA και μόνο ως στοιχείο, ποινικοποιώντας φιλικές, συντροφικές και οικογενειακές ακόμα σχέσεις και “μαγειρεύοντας” υποθέσεις που δεν υπήρχαν.
Μέσα σε αυτό το κλίμα πραγματοποιείται και η σύλληψη του συντρόφου Τ. Θεοφίλου. Το κατηγορητήριο βασίστηκε σε κακοστημένο σενάριο της αντιτρομοκρατικής, κατηγορώντας τον Τάσο για ληστεία και ανθρωποκτονία και επιπλέον ως μέλος της ΣΠΦ.
Το πρωτόδικο δικαστήριο απάλλαξε μεν το σύντροφο από την κατηγορία της ανθρωποκτονίας και της συμμετοχής σε οργάνωση, καταδικάζοντάς τον όμως για ληστεία σε 25 χρόνια κάθειρξη. Ο εισαγγελέας Δράκος, ο οποίος εκείνη την περίοδο είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στις διώξεις αναρχικών, άσκησε έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης, με αποτέλεσμα ο Τάσος να ξαναδικαστεί από την αρχή με όλες τις κατηγορίες. Τελικά, και μετά από τη δημιουργία ενός τεράστιου και πολυτασικού κινήματος αλληλεγγύης, ο σύντροφος αθωώνεται και αποφυλακίζεται.
Μετά από περίπου 9 μήνες, ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης Αγγελής, πρώην εποπτεύων εισαγγελέας της αντιτρομοκρατικής προτείνει αναίρεση της αθωωτικής απόφασης, με αποτέλεσμα η υπόθεση να εξετάζεται εκ νέου από τον Άρειο Πάγο στις 11 Μάη 2018. Αυτό σημαίνει πως αν η πρόταση αναίρεσης περάσει, ο σύντροφος θα ξαναφυλακιστεί.
Το ότι η πρόταση αναίρεσης της αθωωτικής απόφασης του Τάσου Θεοφίλου κατατέθηκε από τον πρώην εποπτεύοντα εισαγγελέα της αντιτρομοκρατικής, έχει τεράστια – και όχι μόνο σημειολογικά- σημασία.
Εννοείται πως οι διωκτικοί μηχανισμοί, αλλά και το κράτος γενικότερα, ακολουθεί σε κάθε περίοδο την πιο πρόσφορη στρατηγική καταστολής του εσωτερικού εχθρού, ανεξάρτητα με το αν αυτή συμφωνεί ή προσκρούει κατά περίπτωση στο υπάρχον νομικό πλαίσιο. Οι δικαστικές “καινοτομίες” και οι νομικοί “ακροβατισμοί” ποτέ δεν αποτέλεσαν εμπόδιο για να αναπτύξει το κράτος το εκάστοτε κατασταλτικό του σχέδιο. Μόνο σε όσες δίκες διεξήχθησαν υπό την ονομασία “υπόθεση ΣΠΦ”, εφαρμόστηκαν αμέτρητες “καινοτομίες”. Σύντροφοι και συντρόφισσες κατηγορήθηκαν για συμμετοχή σε “άγνωστη τρομοκρατική οργάνωση που έχει προβεί σε άγνωστες πράξεις”, δίκη έχει διεξαχθεί με απόντες τους κατηγορούμενους και τους συνηγόρους τους, υπόθεση έχει υποστεί πολλαπλή κατάτμηση προκειμένου να δικάζονται οι κατηγορούμενοι ξανά και ξανά για το ίδιο αδίκημα, προφυλακίσεις οι οποίες έφτασαν σχεδόν στο τριπλάσιο του ανώτατου προβλεπόμενου κλπ. Το αποτέλεσμα όλων αυτών των “αυθαιρεσιών” ήταν οι εμπνευστές και οι εκτελεστές τους να προωθηθούν στις ανώτερες ιεραρχικά θέσεις της αντιτρομοκρατικής υπηρεσίας και του δικαστικού σώματος, αποδεικνύοντας πως κάθε άλλο παρά νομικές υπερβάσεις ήταν. Η ουσία προφανώς βρίσκεται αλλού.
Μετά το κύμα συλλήψεων αναρχικών 2009-2013, η αντιεξεγερτική κρατική στρατηγική επέτασσε όλοι οι συλληφθέντες να κατηγορηθούν για συμμετοχή σε “τρομοκρατική οργάνωση”, ανεξάρτητα με την επάρκεια ή μη των στοιχείων, προκειμένου να επιβαρυνθούν οι συλληφθέντες σύντροφοι με δυσανάλογες ποινές, αλλά ταυτόχρονα να περάσει το μήνυμα πως κάθε πράξη αντίστασης και αλληλεγγύης θα καταστέλλεται με το σκληρότερο τρόπο. Κάπως έτσι έφτασε ο αναρχικός χώρος να έχει δεκάδες φυλακισμένους.
Αυτή η στρατηγική βρέθηκε σε αδιέξοδο όταν αρκετοί σύντροφοι οι οποίοι είχαν ήδη καταδικαστεί σε μεγάλες ποινές, αφέθηκαν ελεύθεροι τον τελευταίο χρόνο, λόγω λήξης των ποινών τους, ή ακόμα λόγω αθώωσης, όπως στην περίπτωση του Τάσου.
Η αναπροσαρμογή της κρατικής στρατηγικής εγκαινιάστηκε με την τελεσίδικη καταδίκη των αναρχικών Γ. Μιχαηλίδη, Δ. Πολίτη, Α. Ντάλιου, Ν. Ρωμανού και Γ. Τσάκαλου με το εφεύρημα της “ατομικής τρομοκρατικής πράξης”. Δηλαδή για να δράσει τρομοκρατικά (κατά το αστικό δίκαιο) κάποιος, δε χρειάζεται να ενταχθεί σε κάποια οργάνωση. Αρκεί η αναρχική πολιτική ταυτότητα για να αναβαθμιστούν οι επιμέρους κατηγορίες ως εμπίπτουσες στην αντιτρομοκρατική νομοθεσία.
Με απλά λόγια, ενώ προηγουμένως η ανεύρεση κάποιων αξιόποινων ευρημάτων (π.χ. όπλων, εκρηκτικών, πλαστών εγγράφων κλπ.), ή η επαφή με κάποιον που κατείχε παρόμοια αντικείμενα, σε συνδυασμό με την υπεράσπιση της αναρχικής πολιτικής ταυτότητας κάποιου, αρκούσε για να κατηγορηθεί ως μέλος κάποιας οργάνωσης, πλέον αρκούν τα όποια ευρήματα και η αναρχική ταυτότητα για την καταδίκη ως “ατομικός τρομοκράτης”.
Οι αστυνομοδικαστικοί μηχανισμοί ειδικότερα, και το κράτος γενικότερα, με αυτόν τον τρόπο επανακαθορίζουν προς το σκληρότερο τους όρους αντιμετώπισης του α/α χώρου και ευρύτερα του εσωτερικού εχθρού.
Η πρόταση αναίρεσης της αθωωτικής απόφασης για τον Τάσο αποτελεί το δεύτερο επεισόδιο αυτής της στρατηγικής. Η συγκεκριμένη υπόθεση συγκεντρώνει πολλά επιμέρους χαρακτηριστικά που “δικαιολογούν ” την πρόταση αναίρεσης.
Καταρχάς, η τεράστια δημοσιότητα που έδωσε η αστυνομία στην υπόθεση από την πρώτη στιγμή, αντικαταστάθηκε σταδιακά από τη δημοσιότητα που της προσέδωσε το κίνημα αλληλεγγύης και που οδήγησε τελικά στην αθωωτική απόφαση. Προφανώς και δεν έχουμε αμφιβολίες ότι το αποτέλεσμα δε θα ήταν το ίδιο αν δεν υπήρχε ο φόβος του πολιτικού κόστους και στους δικαστικούς κύκλους.
Παράλληλα, στην όλη διαδικασία εκτέθηκαν ολοφάνερα, πιο άμεσα από οποιαδήποτε παρόμοια δίκη, οι σχεδιασμοί του αντιτρομοκρατικού επιτελείου, και πιο συγκεκριμένα της αντιτρομοκρατικής υπηρεσίας και των ειδικών ανακριτών και εισαγγελέων. Οπότε η πρόταση αναίρεσης υποκρύπτει και την προσπάθεια της αντιτρομοκρατικής να πάρει τη ρεβάνς για το χαμένο της γόητρο.
Τέλος, επλήγη καθοριστικά το νέο νομικό και εγκληματολογικό “υπερόπλο”, το DNA, η ανεύρεση ή “ανεύρεση” του οποίου ήταν καθοριστική σε όλες τις δίκες αναρχικών τα τελευταία χρόνια. Επενδεδυμένο με το αλάνθαστο της επιστημονικής προσέγγισης, είχε αποτελέσει το καλύτερο εργαλείο των διωκτικών μηχανισμών για να συνδέουν, κατά το δοκούν, ανθρώπους, αντικείμενα και χώρους.
Κάθε δίκη έχει τα δικά της επιμέρους χαρακτηριστικά που καθορίζουν την έκβασή της, όπως η συσπείρωση και ο βαθμός σύγκρουσης του κινήματος αλληλεγγύης με τις κρατικές επιδιώξεις, η σύνθεση της έδρας, η ακρίβεια των αποδεικτικών στοιχείων, το γενικότερο κοινωνικοπολιτικό κλίμα κ.α. Αν δούμε όμως την εικόνα συνολικά, θα αντιληφθούμε πως υπάρχει μια γενικότερη τάση για σκλήρυνση του κατασταλτικού πλαισίου, χρησιμοποιώντας ως αιχμές τις πολιτικές δίκες. Στην ουσία καμία δίκη δεν είναι ξεκομμένη αφού η διεξαγωγή και το αποτέλεσμά της καθορίζει θετικά ή αρνητικά και τις υπόλοιπες.
Είναι λοιπόν βασικό να δημιουργηθεί ακόμα ένας φραγμός στο κατασταλτικό σχέδιο και ως αποτέλεσμα να μην περάσει η πρόταση του εισαγγελέα Αγγελή. Πρωτίστως για να διαφυλαχτεί πως ο Τάσος δε θα ξαναέρθει αντιμέτωπος με τον εγκλεισμό, μετά από ήδη 5 χρόνια στη φυλακή, και εν συνεχεία, για να μην δημιουργηθεί “δρόμος” ούτως ώστε ο καθένας ή η καθεμιά που συγκρούεται με το κρατικό και καπιταλιστικό οικοδόμημα να δικάζεται ξανά και ξανά για το ίδιο πράγμα.
ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗΝ ΚΡΑΤΙΚΗ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ ΤΙΣ ΜΕΘΟΔΕΥΣΕΙΣ ΜΠΑΤΣΩΝ-ΔΙΚΑΣΤΩΝ –ΜΜΕ, ΤΟ ΔΙΚΙΟ ΤΟ ΕΧΟΥΝ ΟΣΟΙ ΑΓΩΝΙΖΟΝΤΑΙ
ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ΣΤΟ ΣΥΝΤΡΟΦΟ ΤΑΣΟ ΘΕΟΦΙΛΟΥ
Συνέλευση για τη διάχυση αναρχικού λόγου και δράσης